μελανοδοχεῖον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | μελανοδοχεῖον | τὰ | μελανοδοχεῖᾰ |
| γενική | τοῦ | μελανοδοχείου | τῶν | μελανοδοχείων |
| δοτική | τῷ | μελανοδοχείῳ | τοῖς | μελανοδοχείοις |
| αιτιατική | τὸ | μελανοδοχεῖον | τὰ | μελανοδοχεῖᾰ |
| κλητική ὦ! | μελανοδοχεῖον | μελανοδοχεῖᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μελανοδοχείω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | μελανοδοχείοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μελανοδοχεῖον < αρχαία ελληνική , μελαν- + -ο- + (ελληνιστική κοινή) δοχεῖον (< αρχαία ελληνική δέχομαι)
- μελανοδόχον
- μελανοδόκον
Πηγές
- μελανοδοχεῖον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.