μελανοδοχεῖον

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ μελανοδοχεῖον τὰ μελανοδοχεῖ
      γενική τοῦ μελανοδοχείου τῶν μελανοδοχείων
      δοτική τῷ μελανοδοχεί τοῖς μελανοδοχείοις
    αιτιατική τὸ μελανοδοχεῖον τὰ μελανοδοχεῖ
     κλητική ! μελανοδοχεῖον μελανοδοχεῖ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μελανοδοχείω
γεν-δοτ τοῖν  μελανοδοχείοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μελανοδοχεῖον < αρχαία ελληνική , μελαν- + -ο- + (ελληνιστική κοινή) δοχεῖον (< αρχαία ελληνική δέχομαι)

Ουσιαστικό

μελανοδοχεῖον ουδέτερο

  • μελανοδόχον
  • μελανοδόκον

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.