μειωτέος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μειωτέος | η | μειωτέα | το | μειωτέο |
| γενική | του | μειωτέου | της | μειωτέας | του | μειωτέου |
| αιτιατική | τον | μειωτέο | τη | μειωτέα | το | μειωτέο |
| κλητική | μειωτέε | μειωτέα | μειωτέο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μειωτέοι | οι | μειωτέες | τα | μειωτέα |
| γενική | των | μειωτέων | των | μειωτέων | των | μειωτέων |
| αιτιατική | τους | μειωτέους | τις | μειωτέες | τα | μειωτέα |
| κλητική | μειωτέοι | μειωτέες | μειωτέα | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
μειωτέος αρσενικό, μειωτέα θηλυκό, μειωτέο ουδέτερο
- που πρέπει ή πρόκειται να μειωθεί
- μειωτέο ποσό, μειωτέα ποσότητα
Ουσιαστικό
μειωτέος αρσενικό
- (μαθηματικά) ο αριθμός από τον οποίο πρέπει να αφαιρεθεί κάποιος άλλος, ο οποίος ονομάζεται αφαιρετέος
- Στην αφαίρεση 10-5=5 το 10 είναι ο μειωτέος.
Μεταφράσεις
μειωτέος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.