επιμειξία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | επιμειξία | οι | επιμειξίες |
| γενική | της | επιμειξίας | των | επιμειξιών |
| αιτιατική | την | επιμειξία | τις | επιμειξίες |
| κλητική | επιμειξία | επιμειξίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- επιμειξία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επιμειξία θηλυκό
- η διασταύρωση και αναπαραγωγή ανθρώπων που ανήκουν σε διαφορετικούς λαούς ή φυλετικά σύνολα
- η διασταύρωση και αναπαραγωγή ζώων από διαφορετικές φυλές, με στόχο τη βελτίωση των χαρακτηριστικών τους
- επιμειξία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.