μεγαλοϊδεατικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεγαλοϊδεατικός η μεγαλοϊδεατική το μεγαλοϊδεατικό
      γενική του μεγαλοϊδεατικού της μεγαλοϊδεατικής του μεγαλοϊδεατικού
    αιτιατική τον μεγαλοϊδεατικό τη μεγαλοϊδεατική το μεγαλοϊδεατικό
     κλητική μεγαλοϊδεατικέ μεγαλοϊδεατική μεγαλοϊδεατικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεγαλοϊδεατικοί οι μεγαλοϊδεατικές τα μεγαλοϊδεατικά
      γενική των μεγαλοϊδεατικών των μεγαλοϊδεατικών των μεγαλοϊδεατικών
    αιτιατική τους μεγαλοϊδεατικούς τις μεγαλοϊδεατικές τα μεγαλοϊδεατικά
     κλητική μεγαλοϊδεατικοί μεγαλοϊδεατικές μεγαλοϊδεατικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μεγαλοϊδεατικός < Μεγάλη Ιδέα + -τικός

Επίθετο

μεγαλοϊδεατικός

  • που έχει σχέση με τη Μεγάλη Ιδέα, με τον μεγαλοϊδεατισμό, ή αναφέρεται σ' αυτά
      Ως μαθητές του καιρού εκείνου, δικαιούμασταν μια ελαφρά έως βαρύτατη σύγχυση γύρω απ' τα εθνικά και τα εν γένει μεγαλοϊδεατικά θέματα. (Γιάννης Ξανθούλης (2008) Κωνσταντινούπολη των ασεβών μου φόβων [μυθιστόρημα])

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.