Μεγάλη Ιδέα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Μεγάλη Ιδέα
      γενική της Μεγάλης Ιδέας
    αιτιατική τη Μεγάλη Ιδέα
     κλητική Μεγάλη Ιδέα
Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Μεγάλη Ιδέα <  δείτε τις λέξεις μεγάλη και ιδέα

Πολυλεκτικός όρος

Μεγάλη Ιδέα θηλυκό, μόνο στον ενικό

  1. (ιστορία, πολιτική) αλυτρωτικό κίνημα καθώς και πολιτικός και εθνικός στόχος που αποσκοπούσε στην απελευθέρωση αλύτρωτων ελληνικών εδαφών και στην ανασύσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας
  2. ο κάθε αλυτρωτικός στόχος ενός κράτους για τη διεύρυνση των συνόρων του είτε αυτά είναι χερσαία ή υδάτινα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.