μεγαλοπαρασκευιάτικος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεγαλοπαρασκευιάτικος η μεγαλοπαρασκευιάτικη το μεγαλοπαρασκευιάτικο
      γενική του μεγαλοπαρασκευιάτικου της μεγαλοπαρασκευιάτικης του μεγαλοπαρασκευιάτικου
    αιτιατική τον μεγαλοπαρασκευιάτικο τη μεγαλοπαρασκευιάτικη το μεγαλοπαρασκευιάτικο
     κλητική μεγαλοπαρασκευιάτικε μεγαλοπαρασκευιάτικη μεγαλοπαρασκευιάτικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεγαλοπαρασκευιάτικοι οι μεγαλοπαρασκευιάτικες τα μεγαλοπαρασκευιάτικα
      γενική των μεγαλοπαρασκευιάτικων των μεγαλοπαρασκευιάτικων των μεγαλοπαρασκευιάτικων
    αιτιατική τους μεγαλοπαρασκευιάτικους τις μεγαλοπαρασκευιάτικες τα μεγαλοπαρασκευιάτικα
     κλητική μεγαλοπαρασκευιάτικοι μεγαλοπαρασκευιάτικες μεγαλοπαρασκευιάτικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μεγαλοπαρασκευιάτικος < Μεγάλη Παρασκευή + -ιάτικος

Επίθετο

μεγαλοπαρασκευιάτικος, -η, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.