μεγαθυμία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μεγαθυμία | οι | μεγαθυμίες |
| γενική | της | μεγαθυμίας | των | μεγαθυμιών |
| αιτιατική | τη | μεγαθυμία | τις | μεγαθυμίες |
| κλητική | μεγαθυμία | μεγαθυμίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μεγαθυμία < αρχαία ελληνική μεγαθυμία < μέγας + θυμός
Προφορά
- ΔΦΑ : /me.ɣa.θiˈmi.a/
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
μεγαθυμία
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.