μαχμουρλής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μαχμουρλής | οι | μαχμουρλήδες |
| γενική | του | μαχμουρλή | των | μαχμουρλήδων |
| αιτιατική | τον | μαχμουρλή | τους | μαχμουρλήδες |
| κλητική | μαχμουρλή | μαχμουρλήδες | ||
| Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μαχμουρλής < (άμεσο δάνειο) τουρκική mahmurlu < αραβική مخمور (mahmūr, μεθυσμένος)
Ουσιαστικό
μαχμουρλής αρσενικό (θηλυκό: μαχμουρλού)
- που μόλις ξύπνησε και βρίσκεται ακόμη υπό την επήρεια του ύπνου
- ο νωθρός
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.