μαχμουρλής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μαχμουρλής οι μαχμουρλήδες
      γενική του μαχμουρλή των μαχμουρλήδων
    αιτιατική τον μαχμουρλή τους μαχμουρλήδες
     κλητική μαχμουρλή μαχμουρλήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μαχμουρλής < (άμεσο δάνειο) τουρκική mahmurlu < αραβική مخمور (mahmūr, μεθυσμένος)

Ουσιαστικό

μαχμουρλής αρσενικό (θηλυκό: μαχμουρλού)

  1. που μόλις ξύπνησε και βρίσκεται ακόμη υπό την επήρεια του ύπνου
  2. ο νωθρός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.