μαχητικά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
μαχητικά < από τον πληθυντικό του ουδετέρου του επιθέτου μαχητικός
Επίρρημα
μαχητικά
- με τρόπο αγωνιστικό, με μαχητικότητα, με μαχητικό πνεύμα
- Αντιμετώπισαν το πρόβλημα μαχητικά και δεν παραδόθηκαν στον πεσιμισμό της πλειοψηφίας που θεωρούσε κάθε προσπάθεια άσκοπη
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
μαχητικά
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.