μαχητικότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μαχητικότητα | οι | μαχητικότητες |
| γενική | της | μαχητικότητας | των | μαχητικοτήτων |
| αιτιατική | τη | μαχητικότητα | τις | μαχητικότητες |
| κλητική | μαχητικότητα | μαχητικότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ma.çi.tiˈko.ti.ta/
Ετυμολογία
- μαχητικότητα < → λείπει η ετυμολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.