αγωνιστικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγωνιστικός η αγωνιστική το αγωνιστικό
      γενική του αγωνιστικού της αγωνιστικής του αγωνιστικού
    αιτιατική τον αγωνιστικό την αγωνιστική το αγωνιστικό
     κλητική αγωνιστικέ αγωνιστική αγωνιστικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγωνιστικοί οι αγωνιστικές τα αγωνιστικά
      γενική των αγωνιστικών των αγωνιστικών των αγωνιστικών
    αιτιατική τους αγωνιστικούς τις αγωνιστικές τα αγωνιστικά
     κλητική αγωνιστικοί αγωνιστικές αγωνιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αγωνιστικός < αρχαία ελληνική ἀγωνιστικός < ἀγωνιστής

Επίθετο

αγωνιστικός, -ή, ό

  1. που χρησιμοποιείται σε αγώνες
    αγωνιστικό αυτοκίνητο
  2. που έχει έφεση στο να αγωνίζεται
    αγωνιστικό πνεύμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.