αγωνιστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αγωνιστικός | η | αγωνιστική | το | αγωνιστικό |
| γενική | του | αγωνιστικού | της | αγωνιστικής | του | αγωνιστικού |
| αιτιατική | τον | αγωνιστικό | την | αγωνιστική | το | αγωνιστικό |
| κλητική | αγωνιστικέ | αγωνιστική | αγωνιστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αγωνιστικοί | οι | αγωνιστικές | τα | αγωνιστικά |
| γενική | των | αγωνιστικών | των | αγωνιστικών | των | αγωνιστικών |
| αιτιατική | τους | αγωνιστικούς | τις | αγωνιστικές | τα | αγωνιστικά |
| κλητική | αγωνιστικοί | αγωνιστικές | αγωνιστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αγωνιστικός < αρχαία ελληνική ἀγωνιστικός < ἀγωνιστής
Επίθετο
αγωνιστικός, -ή, ό
- που χρησιμοποιείται σε αγώνες
- αγωνιστικό αυτοκίνητο
- που έχει έφεση στο να αγωνίζεται
- αγωνιστικό πνεύμα
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις αγωνίζομαι και αγώνας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.