μαυρόψυχος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μαυρόψυχος η μαυρόψυχη το μαυρόψυχο
      γενική του μαυρόψυχου της μαυρόψυχης του μαυρόψυχου
    αιτιατική τον μαυρόψυχο τη μαυρόψυχη το μαυρόψυχο
     κλητική μαυρόψυχε μαυρόψυχη μαυρόψυχο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μαυρόψυχοι οι μαυρόψυχες τα μαυρόψυχα
      γενική των μαυρόψυχων των μαυρόψυχων των μαυρόψυχων
    αιτιατική τους μαυρόψυχους τις μαυρόψυχες τα μαυρόψυχα
     κλητική μαυρόψυχοι μαυρόψυχες μαυρόψυχα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μαυρόψυχος < μαυρό- + -ψυχος

Προφορά

ΔΦΑ : /maˈvɾo.psi.xos/

Επίθετο

μαυρόψυχος, -η, -ο

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.