ματόπονος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ματόπονος | οι | ματόπονοι |
| γενική | του | ματόπονου | των | ματόπονων |
| αιτιατική | τον | ματόπονο | τους | ματόπονους |
| κλητική | ματόπονε | ματόπονοι | ||
| Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ματόπονος < μεσαιωνική ελληνική ματόπονος < ὀμματόπονος < ὀμμάτιν < αρχαία ελληνική ὄμμα + πόνος
Μεταφράσεις
ματόπονος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.