σέκι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σέκι | τα | σέκια |
| γενική | του | σεκιού | των | σεκιών |
| αιτιατική | το | σέκι | τα | σέκια |
| κλητική | σέκι | σέκια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σέκι < πιθανόν από την τουρκική λέξη sekiz για τον αριθμό 8 (επειδή το σέκι χωρούσε 8 οκάδες)
Ουσιαστικό
σέκι ουδέτερο
Μεταφράσεις
σέκι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.