μασπιές

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μασπιές οι μασπιέδες
      γενική του μασπιέ των μασπιέδων
    αιτιατική τον μασπιέ τους μασπιέδες
     κλητική μασπιέ μασπιέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μασπιές < γαλλική marchepied

Ουσιαστικό

μασπιές αρσενικό

  1. το τμήμα που βρίσκεται κάτω από την πόρτα αυτοκινούμενου οχήματος και χρησιμοποιείται για να πατάει ο επιβαίνων όταν μπαίνει ή βγαίνει από το όχημα
  2. καθένα από τα μακρόστενα σταθερά ή κινούμενα εξαρτήματα δίτροχου, που προεξέχουν και χρησιμοποιούνται για τη στήριξη των ποδιών του οδηγού ή του συνοδηγού

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.