marchepied
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ΔΦΑ : /maʁ.ʃə.pje/
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| marchepied | marchepieds |
marchepied (fr) αρσενικό
- ο αναβατήρας, το σκαλοπάτι που διευκολύνει την άνοδο (και είσοδο) σ’ ένα όχημα
- μικρό παγκάκι όπου βάζουμε τα πόδια να ξεκουραστούν όταν είμαστε καθισμένοι
- το τελευταίο σκαλοπάτι ανεβαίνοντας σε έναν άμβωνα ή έναν θρόνο
- μικρή κινητή σκαλίτσα, 1-4 σκαλοπάτια συνήθως, για να φτάνουμε σε ψηλά έπιπλα
- (ναυτικός όρος) σχοινί, που βρίσκεται κάτω από ένα ξύλινο εξάρτημα, στο οποίο στηρίζουν οι ναυτικοί τα πόδια τους
- (ναυτικός όρος) δρόμος κατά μήκος ενός καναλιού, από την άλλη μεριά όμως από εκείνη απ' όπου τραβιέται ένα σκάφος χωρίς κινητήρα
- → δείτε τη λέξη halage
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.