marchepied

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

marchepied < marcher + pied

Προφορά

ΔΦΑ : /maʁ.ʃə.pje/

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
marchepied marchepieds

marchepied (fr) αρσενικό

  1. ο αναβατήρας, το σκαλοπάτι που διευκολύνει την άνοδο (και είσοδο) σ’ ένα όχημα
  2. μικρό παγκάκι όπου βάζουμε τα πόδια να ξεκουραστούν όταν είμαστε καθισμένοι
  3. το τελευταίο σκαλοπάτι ανεβαίνοντας σε έναν άμβωνα ή έναν θρόνο
  4. μικρή κινητή σκαλίτσα, 1-4 σκαλοπάτια συνήθως, για να φτάνουμε σε ψηλά έπιπλα
     συνώνυμα: escabeau
  5. (ναυτικός όρος) σχοινί, που βρίσκεται κάτω από ένα ξύλινο εξάρτημα, στο οποίο στηρίζουν οι ναυτικοί τα πόδια τους
  6. (ναυτικός όρος) δρόμος κατά μήκος ενός καναλιού, από την άλλη μεριά όμως από εκείνη απ' όπου τραβιέται ένα σκάφος χωρίς κινητήρα
     δείτε τη λέξη halage
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.