μαρσπιές
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μαρσπιές | οι | μαρσπιέδες |
| γενική | του | μαρσπιέ | των | μαρσπιέδων |
| αιτιατική | τον | μαρσπιέ | τους | μαρσπιέδες |
| κλητική | μαρσπιέ | μαρσπιέδες | ||
| Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μαρσπιές < γαλλική marchepied < marche + pied
Μεταφράσεις
μαρσπιές
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.