μαρς
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μαρς < (άμεσο δάνειο) γαλλική marche < marcher (βαδίζω)[1] < παλαιά γαλλική marchier < φραγκική *markōn < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *merg- / *marǵ- (σύνορο, όριο)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈmaɾs/
Επιφώνημα
μαρς ουδέτερο
- (στρατιωτικός όρος) παράγγελμα που δίνεται σε στρατιώτες ή μαθητές που προχωρούν σε σχηματισμό παρέλασης για να ξεκινήσουν το βάδισμα ή το σημειωτόν
Ουσιαστικό
μαρς ουδέτερο άκλιτο
- (στρατιωτικός όρος) (μουσική) στρατιωτικό εμβατήριο κατάλληλο να συνοδεύσει παρέλαση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.