μαρς

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μαρς < (άμεσο δάνειο) γαλλική marche < marcher (βαδίζω)[1] < παλαιά γαλλική marchier < φραγκική *markōn < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *merg- / *marǵ- (σύνορο, όριο)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈmaɾs/

Επιφώνημα

μαρς ουδέτερο

Ουσιαστικό

μαρς ουδέτερο άκλιτο

  • (στρατιωτικός όρος) (μουσική) στρατιωτικό εμβατήριο κατάλληλο να συνοδεύσει παρέλαση

Μεταφράσεις

  1. κατά την διάρκεια της ελληνικής επαναστάσεως αρχικά ο Charles Favier και στη συνέχεια οι λοχαγοί Pauzie και Garnot ανέλαβαν την στρατιωτική εκπαίδευση των Ελλήνων ατάκτων.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.