μαρξιστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μαρξιστής οι μαρξιστές
      γενική του μαρξιστή των μαρξιστών
    αιτιατική τον μαρξιστή τους μαρξιστές
     κλητική μαρξιστή μαρξιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μαρξιστής < (λόγιο δάνειο) γαλλική marxiste[1]

Ουσιαστικό

μαρξιστής αρσενικό, μαρξίστρια θηλυκό

  • αυτός που αποδέχεται την πολιτική θεωρία και τη μέθοδο ανάλυσης των κοινωνικοοικονομικών φαινομένων που εισήγαγε με το έργο του ο Καρλ Μαρξ

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.