μαρμότα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μαρμότα | οι | μαρμότες |
| γενική | της | μαρμότας | των | (μαρμοτών) |
| αιτιατική | τη | μαρμότα | τις | μαρμότες |
| κλητική | μαρμότα | μαρμότες | ||
| Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Μαρμότα που περιεργάζεται τον περίγυρο.
Ετυμολογία
- μαρμότα < λόγιο δάνειο από τη γαλλική marmotte ή από την ιταλική marmotta, πιθανόν από τη ριζα mar-m- (τρίζω τα δόντια, μιλάω μέσα απ' τα δόντια, μουρμουρίζω, ηχομιμητικό)[1]
Ουσιαστικό
μαρμότα θηλυκό
-
μαρμότα στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.