μαρμαρόστρωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μαρμαρόστρωση οι μαρμαροστρώσεις
      γενική της μαρμαρόστρωσης* των μαρμαροστρώσεων
    αιτιατική τη μαρμαρόστρωση τις μαρμαροστρώσεις
     κλητική μαρμαρόστρωση μαρμαροστρώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, μαρμαροστρώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μαρμαρόστρωση < μάρμαρο + -ο- + στρώση

Προφορά

ΔΦΑ : /maɾ.maˈɾo.stɾo.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μαρμαρόστρωση

Ουσιαστικό

μαρμαρόστρωση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.