μαουνιέρικος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μαουνιέρικος | η | μαουνιέρικη | το | μαουνιέρικο |
| γενική | του | μαουνιέρικου | της | μαουνιέρικης | του | μαουνιέρικου |
| αιτιατική | τον | μαουνιέρικο | τη | μαουνιέρικη | το | μαουνιέρικο |
| κλητική | μαουνιέρικε | μαουνιέρικη | μαουνιέρικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μαουνιέρικοι | οι | μαουνιέρικες | τα | μαουνιέρικα |
| γενική | των | μαουνιέρικων | των | μαουνιέρικων | των | μαουνιέρικων |
| αιτιατική | τους | μαουνιέρικους | τις | μαουνιέρικες | τα | μαουνιέρικα |
| κλητική | μαουνιέρικοι | μαουνιέρικες | μαουνιέρικα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μαουνιέρικος < μαουνιέρης + -ικος
Επίθετο
μαουνιέρικος, -η, -ο
- (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός) σχετικός με μαούνα ή με μαουνιέρη.
- το ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό ως ουσ: τα μαουνιέρικα → δείτε τη λέξη .
Μεταφράσεις
μαουνιέρικος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.