μαντᾶτον

Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται επιμέλεια και έλεγχο
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού.

Για έλεγχο. Μορφή του μανδάτον. Οξεία στα μεσαιωνικά -άτον, (ἁγιοκωνσταντινάτον) με τους νεότερους λεξικογράφους να διορθώνουν σε -ᾶτον (όπως στο Πάπυρος, στο Ιστορικό Λεξικό ΙΛ). Ομοίως και τα ελληνιστικά -ᾶτος (όπως κιτρινᾶτος) γράφονταν με οξεία -άτος (ἀγγελικάτος). Sarri.greek  | 17:18, 1 Μαρτίου 2022 (UTC).



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

μαντᾶτον < ελληνιστική κοινή μανδᾶτον < λατινική mandatum (αυτοκρατορική διαταφή}}

Ουσιαστικό

μαντᾶτον ουδέτερο

  1. η διαταγή (από την αυλή του Βυζαντίου ή αργότερα από τους Ενετούς και γενικά από κάποιον που είχε εξουσία
  2. το μαντάτο, τα νέα, η είδηση

Σημειώσεις

  • Στην Τουρκοκρατία η λέξη αντικαταστάθηκε στις περισσότερες περιοχές απο το φιρμάνι και το μαντάτο σταδιακά πήρε τη νεοελληνική του σημασία, της είδησης)

  • μανδᾶτο
  • μανδᾶτον
  • μαντᾶδο

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.