μαντᾶτον
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- μαντᾶτον < ελληνιστική κοινή μανδᾶτον < λατινική mandatum (αυτοκρατορική διαταφή}}
Ουσιαστικό
μαντᾶτον ουδέτερο
Σημειώσεις
- μανδᾶτο
- μανδᾶτον
- μαντᾶδο
Συγγενικά
- μανδάτωρ, μαντάτωρ
- μαντατεύω
- μαντατευτής
- μαντατούρης (το καρφί, ο χαφιές, ο συκοφάντης)
- μαντατοφορεύω, μανδατοφορεύω
- μαντατοφορία, μαντατοφοριά
- μαντατοφορίζω
- μαντατοφόρισσα
- μαντατοφόρος, μανδατοφόρος
Πηγές
- μονοτονική γραφή, μαντᾶτον - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.