φιρμάνι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φιρμάνι τα φιρμάνια
      γενική του φιρμανιού των φιρμανιών
    αιτιατική το φιρμάνι τα φιρμάνια
     κλητική φιρμάνι φιρμάνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φιρμάνι < (άμεσο δάνειο) τουρκική ferman < περσική فرمان (farmân, διάταγμα)

Ουσιαστικό

φιρμάνι ουδέτερο

  1. λέξη που μπήκε στην ελληνική επί τουρκοκρατίας και σήμαινε το διάταγμα του σουλτάνου
  2. κάθε εντολή που έρχεται άνωθεν και προς την οποία δεν μπορεί να φέρει κάποιος αντιρρήσεις

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.