μαντούρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μαντούρα | οι | μαντούρες |
| γενική | της | μαντούρας | των | μαντούρων |
| αιτιατική | τη | μαντούρα | τις | μαντούρες |
| κλητική | μαντούρα | μαντούρες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

κρητική μαντούρα
Ετυμολογία
- μαντούρα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μαντούρα / παντούρα / πανδούρα < ελληνιστική κοινή πανδοῦρα < λυδική προέλευση
Συγγενικά
Μεταφράσεις
μαντούρα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.