πανδοῦρα

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πανδοῦρ αἱ πανδοῦραι
      γενική τῆς πανδοῦρᾱς τῶν πανδουρῶν
      δοτική τῇ πανδοῦρ ταῖς πανδοῦραις
    αιτιατική τὴν πανδοῦρᾱν τὰς πανδοῦρᾱς
     κλητική ! πανδοῦρ πανδοῦραι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πανδοῦρ
γεν-δοτ τοῖν  πανδοῦραιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πανδοῦρα < Σύμφωνα με τον Beekes μάλλον έχει προελληνική προέλευση[1]

Ουσιαστικό

πανδοῦρα, -ας θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

  • πανδούρα
  • πάνδουρον
  • πάνδουρος
  • φάνδουρος

Συγγενικά

  • πανδουρίζω
  • πανδούριον
  • πανδουρίς
  • πανδουριστής

Απόγονοι

πανδοῦρα (ελληνιστική κοινή)

υστερολατινικά: pandūra, υστερολατινικά: mandola
ιταλικά: mandola
βενετικά: mandòła
αγγλικά: pandura
γαλλικά: pandore
αγγλικά: pandore
δημώδη λατινικά: pandurium
ισπανικά: bandurria
καταλανικά: bandúrria

Αναφορές

  1. s.v.- πανδούρα σελ. 1149 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 12.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.