μαντολάτο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μαντολάτο τα μαντολάτα
      γενική του μαντολάτου των μαντολάτων
    αιτιατική το μαντολάτο τα μαντολάτα
     κλητική μαντολάτο μαντολάτα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
μαντολάτο

Ετυμολογία

μαντολάτο < (άμεσο δάνειο) βενετική mandolato / ιταλική mandorlato < mandorla (αμύγδαλο)

Προφορά

ΔΦΑ : /man.doˈla.to/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μαντολάτο

Ουσιαστικό

μαντολάτο ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.