μαρέγκα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μαρέγκα | οι | μαρέγκες |
| γενική | της | μαρέγκας | — | |
| αιτιατική | τη | μαρέγκα | τις | μαρέγκες |
| κλητική | μαρέγκα | μαρέγκες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μαρέγκα < ιταλική meringa (ίσως γραφόταν και προφερόταν αλλιώς όταν μπήκε στο ελληνικό λεξιλόγιο τον 19ο αιώνα)

μαρέγκα: χτυπημένα ασπράδια με ζάχαρη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.