μανταλωτής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μανταλωτής | οι | μανταλωτές |
| γενική | του | μανταλωτή | των | μανταλωτών |
| αιτιατική | τον | μανταλωτή | τους | μανταλωτές |
| κλητική | μανταλωτή | μανταλωτές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
μανταλωτής αρσενικό
- (πληροφορική) ηλεκτρονικό κύκλωμα που χρησιμοποιείται για την αποθήκευση ψηφιακών δεδομένων δυαδικού τύπου. Συνήθως χρησιμοποιείται ως το δομικό στοιχείό στο κύκλωμα του δισταθούς πολυδονητή.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
