μάλαγμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μάλαγμα τα μαλάγματα
      γενική του μαλάγματος των μαλαγμάτων
    αιτιατική το μάλαγμα τα μαλάγματα
     κλητική μάλαγμα μαλάγματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

  1. μάλαγμα < μαλάσσω + -μα
  2. μάλαγμα < μεσαιωνική ελληνική μάλαγμα < ελληνιστική κοινή μάλαγμα < αρχαία ελληνική μαλάσσω < μαλακός

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈma.laɣ.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μάλαγμα

Ουσιαστικό

μάλαγμα ουδέτερο

  1. άλλη μορφή του μάλαξη
  2. άλλη μορφή του μάλαμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.