μακαριότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μακαριότητα οι μακαριότητες
      γενική της μακαριότητας των μακαριοτήτων
    αιτιατική τη μακαριότητα τις μακαριότητες
     κλητική μακαριότητα μακαριότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μακαριότητα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μακαριότης[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ma.ka.ɾiˈo.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μακαριότητα

Ουσιαστικό

μακαριότητα θηλυκό

  1. ευτυχία
  2. τίτλος ιερέων

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.