maillot

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

maillot < maille (δίχτυ, θηλιά) < λατινική macula (βρόχος, θηλιά, κηλίδα)[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ma.jo/

Ουσιαστικό

maillot (fr) αρσενικό

  1. (ενδυμασία) μαγιό
  2. (ενδυμασία) φανέλα
  3. σπάργανο
  4. (ενδυμασία) στενό ολόσωμο ρούχο

Απόγονοι

maillot (γαλλικά)

αγγλικά: maillot
ισπανικά: maillot
νέα ελληνικά: μαγιό
τουρκικά: mayo

Αναφορές

  1. μαγιό - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.