μαγαζάτορας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μαγαζάτορας οι μαγαζάτορες
      γενική του μαγαζάτορα των μαγαζατόρων
    αιτιατική τον μαγαζάτορα τους μαγαζάτορες
     κλητική μαγαζάτορα μαγαζάτορες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μαγαζάτορας < μαγαζ(ί) + -άτορας < βενετικά magasín < ιταλικά magazzino < αραβικά مخازن (maḵāzinun), πληθυντικός αριθμός του مخزن (maḵzanun) < خزن (ḵazana)< ρίζα خ ز ن (ḵ-z-n)

Ουσιαστικό

μαγαζάτορας αρσενικό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.