καταστηματάρχης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καταστηματάρχης οι καταστηματάρχες
      γενική του καταστηματάρχη των καταστηματαρχών
    αιτιατική τον καταστηματάρχη τους καταστηματάρχες
     κλητική καταστηματάρχη καταστηματάρχες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καταστηματάρχης < καταστηματ- (κατάστημα) + -άρχης, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική chef d΄établissement

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.ta.sti.maˈtaɾ.çis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καταστηματάρχης

Ουσιαστικό

καταστηματάρχης αρσενικό (θηλυκό καταστηματάρχισσα)

  • (επάγγελμα) αυτός που διατηρεί (εμπορικό) κατάστημα

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.