μέσο σταθερής τροχιάς

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μέσο σταθερής τροχιάς τα μέσα σταθερής τροχιάς
      γενική του μέσου σταθερής τροχιάς των μέσων σταθερής τροχιάς
    αιτιατική το μέσο σταθερής τροχιάς τα μέσα σταθερής τροχιάς
     κλητική μέσο σταθερής τροχιάς μέσα σταθερής τροχιάς
Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μέσο σταθερής τροχιάς <  δείτε τις λέξεις μέσο, σταθερός και τροχιά Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Πολυλεκτικός όρος

μέσο σταθερής τροχιάς ουδέτερο

  • ΜΣΤ (συντομογραφία)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.