μέροψ

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μέροψ οἱ μέροπες
      γενική τοῦ μέροπος τῶν μερόπων
      δοτική τῷ μέροπ τοῖς μέροψ(ν)
    αιτιατική τὸν μέροπ τοὺς μέροπᾰς
     κλητική ! μέροψ μέροπες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μέροπε
γεν-δοτ τοῖν  μερόποιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κώνωψ' όπως «κώνωψ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μέροψ < μείρομαι + ὄψπρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *mer- (πεθαίνω) / *mr̥ (θάνατος) + ὄψ)

Ουσιαστικό

μέροψ αρσενικό
  1. (επιθετικός προσδιορισμός για ανθρώπους) που μιλάει ωραία, έχει χάρισμα στο λόγο
  2. (συνεκδοχικά) στον πληθυντικό μέροπες: οι άνθρωποι, οι βροτοί

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.