μέδιμνος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μέδιμνος | οι | μέδιμνοι |
| γενική | του | μέδιμνου & μεδίμνου |
των | μέδιμνων & μεδίμνων |
| αιτιατική | τον | μέδιμνο | τους | μέδιμνους & μεδίμνους |
| κλητική | μέδιμνε | μέδιμνοι | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μέδιμνος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μέδιμνος < μέδω
Συγγενικά
-
μέδιμνος στη Βικιπαίδεια

Αρχαία ελληνικά (grc)
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία
- μέδιμνος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
μέδιμνος αρσενικό (θηλυκό, μόνον σε varia lectio)
Συγγενικά
- διμέδιμνος
- ἑξμέδιμνος
- πεντεμυριομέδιμνος
- πεντακοσιομέδιμνος
- πολυμέδιμνος
Πηγές
- μέδιμνος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μέδιμνος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.