αργιλάσβεστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αργιλάσβεστος | οι | αργιλάσβεστοι |
| γενική | της | αργιλάσβεστου & αργιλασβέστου |
των | αργιλάσβεστων & αργιλασβέστων |
| αιτιατική | την | αργιλάσβεστο | τις | αργιλάσβεστους & αργιλασβέστους |
| κλητική | αργιλάσβεστε (αργιλάσβεστο) |
αργιλάσβεστοι | ||
| Οι δεύτεροι τύποι γενικής, αιτιατικής, είναι παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «πανσέληνος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αργιλάσβεστος < αργιλ- + ασβέστης + -ος
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
αργιλάσβεστος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.