marne
Γαλλικά
(fr)
ενικός
πληθυντικός
marne
marnes
Ουσιαστικό
marne
(fr)
θηλυκό
χώμα
που προέρχεται από τα
ποτάμια
, πλούσιο σε
θρεπτικά
υλικά και κατάλληλο για τη
γεωργία
Συνώνυμα
αργιλάσβεστος
Συγγενικά
marnage
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.