λυσσίατρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η λυσσίατρος οι λυσσίατροι
      γενική του/της
του
λυσσιάτρου
λυσσίατρου
των λυσσιάτρων
    αιτιατική τον/τη λυσσίατρο τους/τις λυσσιάτρους
     κλητική λυσσίατρε λυσσίατροι
Ο δεύτερος τύπος της γενικής, μόνο για το αρσενικό.
Κατηγορία όπως «μέτοχος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λυσσίατρος < λύσσα + ιατρός

Ουσιαστικό

λυσσίατρος αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.