λυπομανία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | λυπομανία | οι | λυπομανίες |
| γενική | της | λυπομανίας | των | λυπομανιών |
| αιτιατική | τη | λυπομανία | τις | λυπομανίες |
| κλητική | λυπομανία | λυπομανίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- λυπομανία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική lypemania < αρχαία ελληνική λύπη + μανία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.