λυκόμορφος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | λυκόμορφος | η | λυκόμορφη | το | λυκόμορφο |
| γενική | του | λυκόμορφου | της | λυκόμορφης | του | λυκόμορφου |
| αιτιατική | τον | λυκόμορφο | τη | λυκόμορφη | το | λυκόμορφο |
| κλητική | λυκόμορφε | λυκόμορφη | λυκόμορφο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | λυκόμορφοι | οι | λυκόμορφες | τα | λυκόμορφα |
| γενική | των | λυκόμορφων | των | λυκόμορφων | των | λυκόμορφων |
| αιτιατική | τους | λυκόμορφους | τις | λυκόμορφες | τα | λυκόμορφα |
| κλητική | λυκόμορφοι | λυκόμορφες | λυκόμορφα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- λυκόμορφος < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική λυκόμορφος < λυκό- + -μορφος
Προφορά
- ΔΦΑ : /liˈko.moɾ.fos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λυ‐κό‐μορ‐φος
Μεταφράσεις
λυκόμορφος
|
|
Πηγές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
→ ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- λυκόμορφος - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.