λοφώδης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | λοφώδης | η | λοφώδης | το | λοφώδες |
| γενική | του | λοφώδους | της | λοφώδους | του | λοφώδους |
| αιτιατική | τον | λοφώδη | τη | λοφώδη | το | λοφώδες |
| κλητική | λοφώδη(ς) | λοφώδης | λοφώδες | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | λοφώδεις | οι | λοφώδεις | τα | λοφώδη |
| γενική | των | λοφωδών | των | λοφωδών | των | λοφωδών |
| αιτιατική | τους | λοφώδεις | τις | λοφώδεις | τα | λοφώδη |
| κλητική | λοφώδεις | λοφώδεις | λοφώδη | |||
| Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- λοφώδης < αρχαία ελληνική λοφώδης < λόφος
Επίθετο
λοφώδης, -ης, -ες
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη λόφος
Μεταφράσεις
λοφώδης
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.