λοιμογόνος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | λοιμογόνος | η | λοιμογόνα | το | λοιμογόνο |
| γενική | του | λοιμογόνου | της | λοιμογόνας | του | λοιμογόνου |
| αιτιατική | τον | λοιμογόνο | τη | λοιμογόνα | το | λοιμογόνο |
| κλητική | λοιμογόνε | λοιμογόνα | λοιμογόνο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | λοιμογόνοι | οι | λοιμογόνες | τα | λοιμογόνα |
| γενική | των | λοιμογόνων | των | λοιμογόνων | των | λοιμογόνων |
| αιτιατική | τους | λοιμογόνους | τις | λοιμογόνες | τα | λοιμογόνα |
| κλητική | λοιμογόνοι | λοιμογόνες | λοιμογόνα | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /li.moˈɣo.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λοι‐μο‐γό‐νος
Μεταφράσεις
λοιμογόνος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.