λοιδορία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λοιδορία οι λοιδορίες
      γενική της λοιδορίας των λοιδοριών
    αιτιατική τη λοιδορία τις λοιδορίες
     κλητική λοιδορία λοιδορίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λοιδορία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική λοιδορία

Ουσιαστικό

λοιδορία θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική λοιδορί αἱ λοιδορίαι
      γενική τῆς λοιδορίᾱς τῶν λοιδοριῶν
      δοτική τῇ λοιδορί ταῖς λοιδορίαις
    αιτιατική τὴν λοιδορίᾱν τὰς λοιδορίᾱς
     κλητική ! λοιδορί λοιδορίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λοιδορί
γεν-δοτ τοῖν  λοιδορίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λοιδορία < λοιδορ(έω) + -ία

Ουσιαστικό

λοιδορία θηλυκό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.