λιόδεντρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | λιόδεντρο | τα | λιόδεντρα |
| γενική | του | λιόδεντρου | των | λιόδεντρων |
| αιτιατική | το | λιόδεντρο | τα | λιόδεντρα |
| κλητική | λιόδεντρο | λιόδεντρα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈʎo.ðen.dɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λιό‐δε‐ντρο
Ουσιαστικό
λιόδεντρο ουδέτερο
- (λαϊκότροπο): το δέντρο της ελιάς, ελαιόδεντρο
- ※ Πριν της ώρας τους μάζεψαν χαράματα με δυσκολία και στα κρυφά, σαν να 'ταν κλέφτες, τη σοδειά από τα λιόδεντρά τους. (Νίκος Θέμελης, (2014) Η αναχώρηση [μυθιστόρημα])
Μεταφράσεις
λιόδεντρο
|
Αναφορές
- λιόδεντρο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας}
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.