λιόδεντρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λιόδεντρο τα λιόδεντρα
      γενική του λιόδεντρου των λιόδεντρων
    αιτιατική το λιόδεντρο τα λιόδεντρα
     κλητική λιόδεντρο λιόδεντρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λιόδεντρο < λιό- + δέντρο[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈʎo.ðen.dɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λιόδεντρο

Ουσιαστικό

λιόδεντρο ουδέτερο

  • (λαϊκότροπο): το δέντρο της ελιάς, ελαιόδεντρο
      Πριν της ώρας τους μάζεψαν χαράματα με δυσκολία και στα κρυφά, σαν να 'ταν κλέφτες, τη σοδειά από τα λιόδεντρά τους. (Νίκος Θέμελης, (2014) Η αναχώρηση [μυθιστόρημα])

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.