λιοπύρι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λιοπύρι τα λιοπύρια
      γενική του λιοπυριού των λιοπυριών
    αιτιατική το λιοπύρι τα λιοπύρια
     κλητική λιοπύρι λιοπύρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λιοπύρι < λιο- (<ήλιος) + πύρα +

Ουσιαστικό

λιοπύρι ουδέτερο

  • πολλή ζέστη που προκαλείται από τις ακτίνες του ηλίου
    Ήταν τότε δεκατεσσάρων ετών. Βολτάριζε με τους φίλους του στα χωράφια και παρατηρούσε, μέσα στο λιοπύρι, τις ακάματες εργασίες των αγροτών. (*)

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.