λιμοκοντόρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | λιμοκοντόρος | οι | λιμοκοντόροι |
| γενική | του | λιμοκοντόρου | των | λιμοκοντόρων |
| αιτιατική | τον | λιμοκοντόρο | τους | λιμοκοντόρους |
| κλητική | λιμοκοντόρε | λιμοκοντόροι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
λιμοκοντόρος αρσενικό
- (αργκό), παρωχημένος και μειωτικός χαρακτηρισμός φτωχού νεαρού, που ντύνεται επιδεικτικά και παριστάνει τον γόη
- (παρωχημένο) η λαϊκή ονομασία των χάρτινων νομισμάτων της μίας και των δύο δραχμών στα τέλη του 19ου και αρχές του 20ού αιώνα στην Ελλάδα[1]
Συνώνυμα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
λιμοκοντόρος
|
|
Αναφορές
- Γιάννης Καιροφύλλας, Οι πρώτοι έμποροι των Αθηνών, σελ. 87, 1999
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.