λιθομαντεία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λιθομαντεία οι λιθομαντείες
      γενική της λιθομαντείας των λιθομαντειών
    αιτιατική τη λιθομαντεία τις λιθομαντείες
     κλητική λιθομαντεία λιθομαντείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λιθομαντεία < λίθ(ος) + -ο- + -μαντεία

Ουσιαστικό

λιθομαντεία θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.