λιθανθρακοφόρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | λιθανθρακοφόρος | η | λιθανθρακοφόρος & λιθανθρακοφόρα |
το | λιθανθρακοφόρο |
| γενική | του | λιθανθρακοφόρου | της | λιθανθρακοφόρου & λιθανθρακοφόρας |
του | λιθανθρακοφόρου |
| αιτιατική | τον | λιθανθρακοφόρο | τη | λιθανθρακοφόρο & λιθανθρακοφόρα |
το | λιθανθρακοφόρο |
| κλητική | λιθανθρακοφόρε | λιθανθρακοφόρε & λιθανθρακοφόρα |
λιθανθρακοφόρο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | λιθανθρακοφόροι | οι | λιθανθρακοφόροι & λιθανθρακοφόρες |
τα | λιθανθρακοφόρα |
| γενική | των | λιθανθρακοφόρων | των | λιθανθρακοφόρων | των | λιθανθρακοφόρων |
| αιτιατική | τους | λιθανθρακοφόρους | τις | λιθανθρακοφόρους & λιθανθρακοφόρες |
τα | λιθανθρακοφόρα |
| κλητική | λιθανθρακοφόροι | λιθανθρακοφόροι & λιθανθρακοφόρες |
λιθανθρακοφόρα | |||
| ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- λιθανθρακοφόρος (μαρτυρείται από το 1890)[1]< λιθάνθρακ(ας) + -ο- + -φόρος, (απόδοση για τη γαλλική carbonifère)[2]
Επίθετο
λιθανθρακοφόρος, -ος/-α, -ο
- (για περιοχή, υπέδαφος κλπ.) που έχει λιθάνθρακα τουλάχιστον σε κάποιες ικανοποιητικές ποσότητες
Πολυλεκτικοί όροι
- λιθανθρακοφόρος περίοδος
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις λιθάνθρακας, λίθος, άνθρακας και φέρω
Μεταφράσεις
λιθανθρακοφόρος
|
|
Αναφορές
- σελ. 605, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
- s.v.- λιθανθρακ(ο)- - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- λιθανθρακοφόρος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- λιθανθρακοφόρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.